- ὑπευθύνως
- ὑπευθύ̱νως , ὑπεύθυνοςliable to give account foradverbialὑπευθύ̱νως , ὑπεύθυνοςliable to give account formasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπευθύνως — ὑπευθύνως ΝΜΑ επίρρ. βλ. υπεύθυνος … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek